καλλιτεχνία

καλλιτεχνία
η
1. το σύνολο των καλών τεχνών, τέχνη: Έγραψε ιστορία της καλλιτεχνίας.
2. το έργο του καλλιτέχνη: Αφοσιώθηκε στην καλλιτεχνία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλλιτεχνία — καλλιτεχνίᾱ , καλλιτεχνία beauty of workmanship fem nom/voc/acc dual καλλιτεχνίᾱ , καλλιτεχνία beauty of workmanship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτεχνίᾳ — καλλιτεχνίαι , καλλιτεχνία beauty of workmanship fem nom/voc pl καλλιτεχνίᾱͅ , καλλιτεχνία beauty of workmanship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτεχνία — η (Α καλλιτεχνία) [καλλιτέχνης] η επιμελημένη και καλαίσθητη εργασία νεοελλ. 1. το έργο τού καλλιτέχνη, η άσκηση τών καλών τεχνών («αφοσιώθηκε στην καλλιτεχνία») 2. το σύνολο τών καλών τεχνών («ιστορία τής καλλιτεχνίας») …   Dictionary of Greek

  • καλλιτεχνίας — καλλιτεχνίᾱς , καλλιτεχνία beauty of workmanship fem acc pl καλλιτεχνίᾱς , καλλιτεχνία beauty of workmanship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτεχνίαν — καλλιτεχνίᾱν , καλλιτεχνία beauty of workmanship fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καλλιτεχνικός — ή, ό [καλλιτέχνης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιτεχνία ή στον καλλιτέχνη («καλλιτεχνική έκθεση») 2. αυτός που γίνεται με καλλιτεχνία, επιμέλεια και καλαισθησία («καλλιτεχνική εμφάνιση»). επίρρ... καλλιτεχνικώς και ά με καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • καλλίτεχνος — η, ο (Α καλλίτεχνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία αρχ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ καλλίτεχνος αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”